χους — ο / χοῡς, γεν. χοός και χοῡ, ΝΜΑ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) 1. χώμα 2. εκκλ. (κατά την ΠΔ) η ύλη από την οποία ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο μσν. φρ. «χοῡς τῆς σαρκός» το περίβλημα τής ψυχής, το σώμα (Μετά Θεοφάν.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
χούς — (I) ὁ, ΜΑ, και χόος και χοεύς και χῶς, ῶ, και ως θηλ. χοῡς, ἡ, Α 1. παλαιό αττικό μέτρο υγρών που ισοδυναμούσε με 12 κοτύλες 2. συνεκδ. αγγείο πόσης που είχε χωρητικότητα έναν χου αρχ. 1. χρηματική συνεισφορά για την εξασφάλιση συμμετοχής σε… … Dictionary of Greek
Χους, Γιαν — (Hus, συχνά αποδίδεται στα ελληνικά και ως Ιωάννης Ούσιος· Χουιζίνετς; περίπου 1369 – Κωνστάντια 1415). Βοημός θρησκευτικός μεταρρυθμιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πράγας και αφού χειροτονήθηκε ιερέας, αφιερώθηκε με πάθος στο θείο κήρυγμα,… … Dictionary of Greek
χοὔς — οὕς , ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χουσί — χοῦς 1 *Mens. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χουσίν — χοῦς 1 *Mens. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοᾶ — χοῦς 1 *Mens. masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοός — χοῦς 1 *Mens. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόα — χοῦς 1 *Mens. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χόας — χοῦς 1 *Mens. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)